To σύνδρομο Cohen (ΟΜΙΜ #216550, http://omim.org/entry/216550) είναι μια σπάνια, αυτοσωματική υπολειπόμενη, αναπτυξιακή διαταραχή που έχει αποδοθεί σε μεταλλάξεις του γονιδίου COH1 (Kolehmainen J B. GSK, 2003). Το σύνδρομο Cohen αναφέρθηκε για πρώτη φορά το 1973. Οι ασθενείς εμφανίζουν συγκεκριμένα κρανιοπροσωπικά χαρακτηριστικά τα οποία περιλαμβάνουν μικροκεφαλία, πυκνά μαλλιά και φρύδια, κυματοειδείς βλεφαρικές σχισμές με φορά προς τα κάτω, βραχύ φίλτρο το οποίο δεν καλύπτει τα μπροστινά δόντια δίνοντας μια έκφραση με ανοικτό στόμα με εξέχοντες κοπτήρες και μικρογναθία (Kolehmainen JWR, 2004). Άλλα κλινικά χαρακτηριστικά περιλαμβάνουν υποτονία κατά την παιδική ηλικία, υπερεκτασιμότητα των αρθρώσεων, ουδετεροπενία και ποικίλες οφθαλμολογικές ανωμαλίες. Οι τελευταίες εκπροσωπούνται συνήθως από πρώιμη έναρξη μυωπίας και προοδευτική αμφιβληστροειδοπάθεια. Έχουν επίσης αναφερθεί βλεφαρόπτωση, νυσταγμός, στραβισμός, μικροκόρνεα, ατροφία της ίριδας, και, σπανίως, συγγενείς οφθαλμικές ανωμαλίες (Chandler KE et al, 2002; 2003).
To CS έχει παρατηρηθεί παγκοσμίως αλλά υπερεκπροσωπείται στο φινλανδικό πληθυσμό λόγω ιδρυτικής μετάλλαξης η οποία εξαπλώθηκε σε ένα απομονωμένο, αγροτικό πληθυσμό με υψηλά επίπεδα ενδογαμικών (συγγενικών) γάμων (Kivitie-Kallio and Norio, 2001).
Το 2004, αναφέρθηκαν οκτώ παιδιά με CS, απόγονοι δύο εκτεταμένων οικογενειών Amish στο βορειοανατολικό Οχάιο, οι οποίες συνδέονταν μέσω συγγενικών γάμων. Η σχετικά ομοιογενής κλινική εικόνα και, εν συνεχεία, η μοριακή ανάλυση του γονιδίου COH1 επιβεβαίωσαν μια ιδρυρική μετάλλαξη σε αυτό τον πληθυσμό με γνωστό, αυξημένο συντελεστή ενδογαμίας (Falk MJ, 2004).
To CS επίσης παρατηρείται με αυξημένη συχνότητα στους «Ιρλανδούς ταξιδιώτες», μια μικρή μειονότητα (<1%) του συνολικού πληθυσμού της Ιρλανδίας. Αυτός ο νομαδικός πληθυσμός παρέμεινε απομονωμένος για πολλά χρόνια και χαρακτηρίζεται από συγγενικούς γάμους, αυξάνοντας τη συχνότητα του CS, μεταξύ άλλων αυτοσωματικών υπολειπόμενων διαταραχών, σε περίπου 0,5 ανά 1000 παιδιά των μελών του. Οι ασθενείς παρουσιάζουν συγκεκριμένη ιδρυτική μετάλλαξη του γονιδίου COH1, σε ομοζυγωτία (Murphy AM, 2007).
Αυξημένη συχνότητα του CS έχει επίσης παρατηρηθεί σε σε δύο μικρά νησιά του ανατολικού ελληνικού αρχιπελάγους. Όλοι αυτοί οι ασθενείς είχαν μία νέα, ενδογονιδιακή απαλοιφή του γονιδίου COH1, που εκτείνεται από το εξώνιο 6 έως το 16, σε ομοζυγωτία, γεγονός που υποδηλώνει, παρόμοια με τον φινλανδικό πληθυσμό, ιδρυτική μετάλλαξη (Bugiani M et al, 2008). Η «ελληνική απαλοιφή» έχει επίσης εντοπιστεί σε οικογένειες από την κεντρική και την νότια Ιταλία. Η ανάλυση των απλοτύπων έδειξε ότι η απαλοιφή πιθανώς εμφανίστηκε αρχικά σε έναν προγονικό ιδρυτή της περιοχής της Μεσογείου (Katzaki E, 2007; Parri V, 2010). Η ελληνική μετανάστευση στην Ιταλία και κυρίως, στη νότια Ιταλία, είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο που έχει περιγραφεί από τις αρχές του 8ου και 7ου αιώνα π.Χ. μέχρι τον 16ο και 17ο αιώνα, για διάφορους λόγους, συμπεριλαμβανομένων των δημογραφικών κρίσεων ή του εμπορίου (Harris J, 2000; Harris and Porphyriou, 2007).
Η γενετική και κλινική ομοιογένεια της φινλανδικής ομάδας με CS έχει χρησιμοποιηθεί ως βάση καθορισμού των διαγνωστικών κριτηρίων του συνδρόμου τα οποία όμως δεν μπορούν να εφαρμοστούν πιστά σε άλλες, εθνικά και γενετικά διαφορετικές, πληθυσμιακές ομάδες (Kolehmainen J W. R., 2004). Αυτό ισχύει και για τον οφθαλμολογικό φαινότυπο των ασθενών με CS (Chandler KE et al, 2002; 2003).
Όπως περιγράφεται από τους Bugiani και συνεργάτες [2008], ο φαινότυπος των Ελλήνων ασθενών με CS από ιδρυτική μετάλλαξη είναι σχετικά ομοιογενής με τα εξής κοινά χαρακτηριστικά: μέτρια έως σοβαρή νοητική υστέρηση, λεπτότητα των άκρων, υπερκινητικότητα των αρθρώσεων και τυπικές δυσμορφίες του προσώπου, χωρίς όμως τη σοβαρή μικροκεφαλία που αναφέρεται στους Φινλανδούς ασθενείς.
Τα περισσότερα διαγνωστικά σημεία και συμπτώματα που συνδέονται, έως σήμερα, με το σύνδρομο Cohen είναι παρόντα σε λιγότερες από το 100% των περιπτώσεων σε ομάδες ασθενών που νοσούν από ιδρυτική μετάλλαξη. Το γεγονός αυτό αποτελεί περαιτέρω απόδειξη της κλινικής ετερογένεια του CS. Επιπλέον, είναι προφανής η κλινική μεταβλητότητα του CS στις ξεχωριστές ομάδες πληθυσμών με ιδρυτική μετάλλαξη παρά τις διαφορές στα πληθυσμιακά χαρακτηριστικά και στη διαθεσιμότητα των δεδομένων.
Τα σύνδρομα Bardet-Biedl (MIM 209900), Alstrom (ΜΙΜ 203800), Mental Retardation, Truncal Obesity, Retinal Dystrophy, and Micropenis Syndrome; MORMS (MIM 610156), Prader-Willi (MIM 176270) και η μονοσωμία χρωμοσώματος 1p36 συχνά διαγιγνώσκονται διαφορικά με το CS (Slavotinek et al, 1999; Warburg and Riise, 2000; Hampshire et al, 2006). Η διάγνωση μπορεί να είναι ιδιαίτερα δύσκολη σε πολύ μικρά παιδιά ή νεογνά στα οποία δεν έχει, ακόμα, εκδηλωθεί ο πλήρης φαινότυπος του CS. Το σύνδρομο Bardet-Biedl μπορεί να αποκλειστεί σε ένα παιδί μεσογειακής προέλευσης με ψυχοκινητική καθυστέρηση, καθυστέρηση ομιλίας, παχυσαρκία και προβλήματα όρασης το οποίο δεν παρουσιάζει νεφρολογικά προβλήματα, υπογοναδισμό (σε περίπτως αγοριού) ή πολυδακτυλία. Οι ασθενείς με σύνδρομο Alstrom συνήθως εκδηλώνουν πρόδηλο νυσταγμό, σύμπτωμα το οποίο δεν έχει αναφερθεί σε άτομα με CS. Η απουσία μικροκεφαλίας ή των χαρακτηριστικών δυσμορφιών του CS συνήθως αποκλείει το σύνδρομο MORM ενώ η διαφορική διάγνωση της μονοσωμίας χρωμοσώματος 1p36 στηρίζεται στην απουσία των χαρακτηριστικών δυσμορφιών του CS. Το σύνδρομο Prader-Willi μπορεί να αποκλειστεί επί τη απουσία οφθαλμολογικών προβλημάτων.
Συνοπτικά:
Διαγνωστικά χαρακτηριστικά
- Αναπτυξιακή καθυστέρηση
- Μέτριες-σοβαρές μαθησιακές δυσκολίες
- Οφθαλμικές ανωμαλίες
- Μυωπία πρώιμης έναρξης, < 5 ετών
- Δυστροφία του αμφιβληστροειδούς
- Τυπικές δυσμορφίες του προσώπου
- Ουδετεροπενία
‘Αλλα χαρακτηριστικά
- Μικροκεφαλία
- Κοντό ανάστημα
- Κορμική παχυσαρκία (πρώιμος διαβήτης τύπου 1)
- Υπερ-επεκτασιμότητα των αρθρώσεων
Η αιτία του συνδρόμου Cohen
- Αυτοσωματικό υπολειπόμενο γενετικό σύνδρομο
- Γονίδιο COH1 (VPS13B), στο χρωμόσωμα 8q22-23
- Κυρίως σημειακές μεταλλάξεις αλλά και απαλοιφές
- Πρωτεϊνη αγνώστου λειτουργίας, έως σήμερα